κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
κτῶμ' — κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres ind mp 1st sg κτῶμαι , κτάομαι procure for oneself pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) κτῶμαι , κτέομαι procure for… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκτητος — ἄκτητος, ον (Α) αυτός που δεν αξίζει να τον αποκτήσει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ + κτητος < κτητὸς < κτῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀκτησία] … Dictionary of Greek
αμπελοκτήμονας — ο ο αμπελοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπελοκτήμων < άμπελος + κτήμων < κτήμα < κτώμαι] … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek
βαθυκτέανος — βαθυκτέανος, ον (Α) με μεγάλα, πλούσια κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα («κτήματα, περιουσία») < κτώμαι ( άομαι) «αποκτώ»] … Dictionary of Greek
βαθυκτήμων — βαθυκτήμων, ον (Μ) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)] … Dictionary of Greek
επίκτηση — η (AM έπίκτησις) [κτώμαι] νεοελλ. ιδιότητα φυτικών κυττάρων να απορροφούν ηλεκτροθετικά ιόντα (κάλλιο κ.λπ.) ακόμη και όταν τά περιέχουν σε μεγαλύτερη ποσότητα απ’ όση στο εξωτερικό περιβάλλον αρχ. μσν. πρόσθετο κέρδος … Dictionary of Greek
επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… … Dictionary of Greek
ερικτέανος — ἐρικτέανος, ον (Α) ο πλούσιος, αυτός που έχει αποκτήσει πολλά («ἐρικτέανοι βασιλῆες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτέανον «κτήμα, περιουσία» < κτώμαι] … Dictionary of Greek